πλαστήρι

πλαστήρι
το / πλαστήριον, ΝΜ
νεοελλ.
1. πλασταριά
2. κυλινδρική ράβδος χρήσιμη για την κατασκευή λεπτών φύλλων ζύμης, αλλ. πλάστης ή μπλάστρης
μσν.
εργαστήριο αγγειοπλαστικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλάσσω/πλάθω + επίθημα -τήρι(ον) (πρβλ. κλαδευ-τήρι, σουρω-τήρι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πλαστήρι — πλαστήρι, το και πλάστης, ο κυλινδρικό ραβδί που χρησιμεύει για το άνοιγμα των φύλλων της πίτας: Θα πάρω το πλαστήρι και θα σου τις βρέξω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μπλάστρης — ο πλάστης, πλαστήρι, κυλινδρική ράβδος που χρησιμοποιείται για την κατασκευή λεπτών φύλλων ζύμης. [ΕΤΥΜΟΛ. < εμ πλάστης < εμ πλάσσω] …   Dictionary of Greek

  • πλάσσω — και πλάττω, ΝΜΑ, και πλάθω Ν 1. δίνω μορφή ή σχήμα σε κάτι, διαμορφώνω, σχηματίζω (α. «καὶ ἔπλασε τὸν κόσμον εἰς ἑπτὰ ἡμέρας», ΠΔ β. «τὰ μέλη τοῡ σώματος, εὐθὺς ἀπὸ γενέσεως πλάττειν τῶν τέκνων ἀναγκαῑον ἐστι», Πλούτ.) 2. (κυρίως) κατεργάζομαι… …   Dictionary of Greek

  • πλάστης — ο, θηλ. πλάστρα / πλάστης, θηλ. πλάστις, ιδος, ΝΜΑ [πλάσσω] 1. αυτός που πλάθει, κατασκευάζει κάτι, αυτός που με το πλάσιμο δίνει μορφή σε κάτι 2. (ιδίως) τεχνίτης ειδικός στην κατασκευή πήλινων ή κέρινων ομοιωμάτων 3. ο θεός ως δημιουργός τού… …   Dictionary of Greek

  • πλασταριά — η, Ν πλατιά σανίδα ή μικρό τραπέζι στο οποίο πλάθεται η ζύμη ή κόβεται σε φύλλα, πλαστήρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλάθω* (πρβλ. πλάστ ης) + κατάλ. αριά (πρβλ. ψηστ αριά)] …   Dictionary of Greek

  • πλάστης — ο θηλ. πλάστρα 1. αυτός που πλάθει. 2. ο δημιουργός Θεός: Σε σένα, Πλάστη και Θεέ, ετούτη τη στιγμή… (προσευχή). 3. πλαστήρι (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σαΐτα — σαΐτα, η και σαγίτα, η (λ. λατ.) 1. βέλος τόξου: Χτύπησε το θήραμα με τη σαΐτα. 2. θήκη της κλωστής στον αργαλειό ή στη ραπτομηχανή: Πέτα, σαΐτα μου γοργή (δημ. τραγ.). 3. πλάστης ζυμώματος, πλαστήρι. 4. σαΐτα νερού, νεραύλακο. 5. είδος φιδιού. 6 …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φύλλο — το 1. το όργανο αναπνοής του φυτού, πράσινο όταν είναι στην ακμή του, γεμάτο φυτικές νευρώσεις και προσαρμοσμένο στο βλαστό ή στο κλαδί με μίσχο. 2. καθένα από τα πέταλα άνθους: Φύλλο τριαντάφυλλου. 3. μτφ., αντικείμενο πλατύ και λεπτό σαν το… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”